- φιλόφτωχος
- φιλόφτωχος, -η, -ο και φιλόπτωχος, -η, -ο1. αυτός που αγαπάει τους φτωχούς, που τους βοηθάει, φιλάνθρωπος: Τα δέματα μοίρασαν φιλόφτωχες κυρίες.2. (για ιδρύματα), αυτός που υπάρχει για τους φτωχούς, που αποβλέπει στη βοήθειά τους: Φιλόπτωχη εταιρεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.